οἰκοδόμου

οἰκοδόμου
οἰκόδομος
builder
masc gen sg
οἰκοδόμος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οἰκοδομοῦ — οἰκοδομέω build a house pres imperat mp 2nd sg (attic) οἰκοδομέω build a house imperf ind mp 2nd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυροκόπανο — το, ΝΑ νεοελλ. σφυρί οικοδόμου τού οποίου το ένα ορθογώνιο άκρο καταλήγει σε επίπεδη επιφάνεια ενώ το άλλο πεπλατυσμένο καταλήγει σε πεπλατυσμένη αιχμή αρχ. είδος σφυριού με αιχμηρά και τα δύο άκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφύρα + κόπανον] …   Dictionary of Greek

  • σύμβαση — (Νομ.). Η σύμπτωση των δηλώσεων της θέλησης δύο ή περισσότερων προσώπων, με το σκοπό να προσκομιστούν απ’ αυτήν έννομα αποτελέσματα. Ως παράσταση εμφανίζεται με την πρόταση από το ένα μέρος και την αποδοχή από το άλλο. Η σ. για να υπάρξει,… …   Dictionary of Greek

  • Κλεμπέρ, Ζαν-Μπατίστ — (Jean Baptiste Kléber, Στρασβούργο 1753 – Κάιρο 1800). Γάλλος στρατηγός. Γιος οικοδόμου, έμεινε ορφανός σε μικρή ηλικία και διδάχθηκε τα πρώτα του γράμματα στο Στρασβούργο. Αργότερα πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε αρχιτεκτονική. Όταν επέστρεψε στη …   Dictionary of Greek

  • οικοδομική — Είναι η τεχνική της κατασκευής των διαφόρων κτιρίων. Η ο., όπως και η αρχιτεκτονική, γεννήθηκαν από τη στιγμή που ο άνθρωπος τοποθέτησε μια πέτρα πάνω σε μια άλλη, με σκοπό να δημιουργήσει μια κατασκευή που να τον εξυπηρετεί. Για πολλές χιλιάδες… …   Dictionary of Greek

  • Σόουν, σερ Τζων — (Soane). Άγγλος αρχιτέκτονας (Γουάιττσερτς, Ρίντιγκ 1753 Λονδίνο 1837). Ήταν γιος οικοδόμου και συνεργάστηκε με τον Τ. Ντανς τον Νεότερο τον οποίο και διαδέχτηκε. Το 1772 εξασφάλισε μια υποτροφία για σπουδές στην Ιταλία, όπου επηρεάστηκε από την… …   Dictionary of Greek

  • οικοδόμος — ο αυτός που οικοδομεί, ο χτίστης: Το επάγγελμα του οικοδόμου είναι βαρύ και επικίνδυνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραχύνω — τράχυνα, τραχύνθηκα 1. κάνω κάτι τραχύ (όχι λείο) στην επιφάνεια, το κάνω ανώμαλο: Με χοντρό σουβά τράχυνες τον τοίχο. 2. σκληραίνω κάτι: Τραχύνθηκε το χέρι του οικοδόμου. 3. μτφ., ερεθίζω, παροξύνω, εκτραχύνω: Τραχύνθηκαν οι σχέσεις των δύο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”